Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

счёта - του λογαριασμού

См. также в других словарях:

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • ταμιευτήριο — Πιστωτικό ίδρυμα, που έχει ως χαρακτηριστικό τον ειδικό προορισμό να διαθέτει για κοινωνικούς σκοπούς τα κέρδη που πραγματοποιούνται από τις πιστώσεις του. Η δημιουργία των τ. ανάγεται στην περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 18ου έως το… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • πλεόνασμα — το, ΝΑ [πλεονάζω] 1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών») 2. περίσσευμα παραγωγής νεοελλ. 1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα τού αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε 2. φρ. α) «πλεόνασμα… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… …   Dictionary of Greek

  • μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά …   Dictionary of Greek

  • ξεσήκωμα — το [ξεσηκώνω] 1. ξεσηκωμός 2. (ιδίως για σχέδιο ή για εικόνα) πιστή αναπαράσταση, αντιγραφή, ξεπατήκωμα (α. «ξεσήκωμα τής ζωγραφιάς» β. «ξεσήκωμα τού λογαριασμού») …   Dictionary of Greek

  • κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»