-
1 сальдо
1. (фин., бухг.) το υπόλοιπο - банковского счёта - του τραπεζικού λογαριασμού 2. (торг., эк.) το εμπορικό ισοζύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сальдо
-
2 владелец
1. (обладатель) о κάτοχος 2. (собственности, недвижимости) о ιδιοκτήτης- завода - του εργοστασίου, ο εργοστασιάρχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > владелец
-
3 выписка
1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο 4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка
-
4 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
5 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
6 расчётный
επ.λογιστικός, του λογαριασμού, για λογαριασμό•-ая книжка βιβλίο λογαριασμού•
-ая ведомость κατάλογος πληρωμών•
-ая касса ταμείο πληρωμής.
-
7 покрытие
1. (наложение на поверхность чего-л. тонкого слоя какого-л. вещества) η (επί)στρωση, το επίχρισμα, η επένδυση, η επικάλυψηнаносить - кистью εφαρμόζω την - με πινέλο/βούρτσαлакокрасочное - με λάκ-κα/βερνίκι2. (то, что покрывает что-л.) το κάλυμμα, το σκέπασμα, το επίστρωμα 3. (возмещение) η κάλυψη 4. (закрывание, накрывание) το σκέπασμα 5. (обивание наружной поверхности) η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрытие
-
8 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
9 держатель
1. (приспособление для держания) το στήριγμα 2. (документа и т.п.) о κάτοχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > держатель
-
10 оплата
(труда, услуг и т.п.) η πληρωμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оплата
-
11 остаток
1. мат. о υπόλοιπο 2. хим. το υπόλειμμα, το κατάλοιπο 3. (оставшаяся неиспользованной, неизрасходованной часть чего-л.) το υπόλοιπο, το περίσσευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > остаток
-
12 вычислениейтельный
вычисление||йтельныйприл τοῦ ὑπολο-γισμοῦ, τοῦ λογαριασμοῦ, λογιστικός, ὑπολογιστικός:\вычислениейтельныййтельные машины о£ ἀριθμομηχανές, οἱ ὑπολογιστικές μηχανές. -
13 учетный
учетн||ыйприл1. (служащий для учета) τοῦ ὑπολογισμοῦ, τοῦ λογαριασμοὔ, τής ἀπογραφής:\учетныйая карточка τό δελτίο ἀπογραφής·2. фин. προεξοφλητικός:\учетный процент ὁ προεξοφλητικός τόκος, -
14 дебет-нота
фин. η ειδοποίηση/αναγγελία χρέωσης του λογαριασμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебет-нота
-
15 расчётный
1. тех. (относящийся к производству технических расчетов) υπολογιστικός 2. (относящийся к производству платежей) του λογαριασμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расчётный
-
16 счетный
счет||ныйприл τοῦ λογαριασμοὔ, λογιστικός:\счетныйный работник ὁ λογιστής· \счетныйная линейка ὁ λογιστικός κανόνας· \счетныйная машина λογιστική μηχανή. -
17 χρέωση
[-ις (-εως)] η1) взятие в долг; 2) фин. дебетование;φέρω εις χρέωσιν τού λογαριασμού — дебетовать счёт;
υπόλοιπον εις χρέωσίν σας остальное на ваш счёт -
18 dekont
άθροισμα του λογαριασμου -
19 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
20 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
ταμιευτήριο — Πιστωτικό ίδρυμα, που έχει ως χαρακτηριστικό τον ειδικό προορισμό να διαθέτει για κοινωνικούς σκοπούς τα κέρδη που πραγματοποιούνται από τις πιστώσεις του. Η δημιουργία των τ. ανάγεται στην περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 18ου έως το… … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
πλεόνασμα — το, ΝΑ [πλεονάζω] 1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών») 2. περίσσευμα παραγωγής νεοελλ. 1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα τού αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε 2. φρ. α) «πλεόνασμα… … Dictionary of Greek
περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… … Dictionary of Greek
μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά … Dictionary of Greek
ξεσήκωμα — το [ξεσηκώνω] 1. ξεσηκωμός 2. (ιδίως για σχέδιο ή για εικόνα) πιστή αναπαράσταση, αντιγραφή, ξεπατήκωμα (α. «ξεσήκωμα τής ζωγραφιάς» β. «ξεσήκωμα τού λογαριασμού») … Dictionary of Greek
κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek